- πασσαλοσανίς
- (-ίδος) η свая
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πασσαλοσανίδα — η τεχνολ. επιμήκης πλάκα από ξύλο, χάλυβα, σκυρόδεμα ή άλλο υλικό, με αιχμηρό το κάτω άκρο της και ειδικά διαμορφωμένης διατομής, που επιτρέπει την πλευρική της συνάρθρωση με άλλες παρακείμενες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + σανίδα. Η λ., στον λόγιο τ … Dictionary of Greek